- συνειδῇ
- σύνοιδαknowperf subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνειδητός — ή, ό, Ν 1. αυτός που γίνεται με συνείδηση, με επίγνωση («συνειδητή πράξη») 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει πλήρη επίγνωση, πλήρη συναίσθηση τού τί είναι ή τού τί κάνει («συνειδητός δημοκράτης») 3. το ουδ. ως ουσ. το συνειδητό (ψυχανάλ.) σύστημα,… … Dictionary of Greek